μεγαλόψυχος

μεγαλόψυχος
μεγᾰλό-ψῡχος, ον,
A high-souled, generous, Isoc.9.3, Arist.EN 1123b2;

εὐεργετικὸς καὶ μ. Plb.22.21.3

; τὸ μ., = μεγαλοψυχία, Id.1.20.11, 31.28.9, Plu.Per.36: [comp] Comp. -ότερος

, φαίνεσθαι D.19.235

, cf. Hyp.Eux.33. Adv. -χως

, ἔχειν πρός τινας D.19.140

;

χρήσασθαι τοῖς πράγμασι Plb.1.8.4

, cf. OGI194.11 (Egypt, i B. C.);

ἐνεγκεῖν συμφοράν Plu.CG19

.
2 romantic, Quixotic, Pl.Alc.2.140c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόψυχος — η, ο εκείνος που έχει μεγάλη ψυχή, καρτερικός, γενναιόψυχος: Είναι μεγαλόψυχος και δε μου έκανε μήνυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλόψυχος — μεγαλόψῡχος , μεγαλόψυχος high souled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχότερον — μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled adverbial comp μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled masc acc comp sg μεγαλοψῡχότερον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτάτας — μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc superl pl μεγαλοψῡχοτάτᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτάτων — μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled fem gen superl pl μεγαλοψῡχοτάτων , μεγαλόψυχος high souled masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχοτέρας — μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem acc comp pl μεγαλοψῡχοτέρᾱς , μεγαλόψυχος high souled fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψυχότατον — μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled masc acc superl sg μεγαλοψῡχότατον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοψύχως — μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled adverbial μεγαλοψύ̱χως , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόψυχον — μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled masc/fem acc sg μεγαλόψῡχον , μεγαλόψυχος high souled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Calque — In linguistics, a calque (pronEng|kælk) or loan translation is a word or phrase borrowed from another language by literal, word for word (Latin: verbum pro verbo ) or root for root translation. For example, the common English phrase flea market… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”